-
1 волна
το κύμαбортовая - мор. η θάλασσα (κύμα) από την πλευράвзрывная - см. ударная -встречная - мор. αντίθετο/πρυμναίο -- ы де Бройля см. - ы материи детонационная - εκπυρσοκρότησης- ουρανούкилометровые - ы см. длинные -кормовая мор. - πρύμνης- ы материи - τα ύλης, υλικά - ταметровые - ы (диапазон весьма высоких частот 30-300 MHz) λίαν βραχέα - ταмиллиметровые - ы (диапазон чрезвычайно высоких частот 30-300 GHz) χιλιοστομετρικό - (περιοχής φάσματος μεταξύ των συχνοτήτων 30 και 300 GHz)мири-аметровые - см. сверхдлинные -носовая - мор. - πλώρης- ы Рэлея επιφανειακά - τα, μακρά - ταсантиметровые - ы (диапазон сверхвысоких частот 3-30 GHz) υπερβραχέα - τα, τα μικροκύματαсверхзвуковая - υπερακουστικό -, υπερηχητικό -световая - (ядерного взрыва) - φωτός, φωτεινό -сильная - мор. η τρικυμία, η φουρτούναсредние - ы (диапазон средних частот 300 kHz - 3 MHz) μεσαία - τα, μέσα - τα (μεσαίας/μέσης συχνότητας)- κρούσης, κρουστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волна
-
2 погрешность
1. (ошибка, неправильность, неточность) το σφάλμα, το λάθος, абсолютная - απόλυτο -квадрантная - τεταρτο-κυκλικό - (πυξίδας), τετρακυκλικό -2. (недостаток, изъян) η ατέλεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрешность
-
3 порода
1. горн. το πέτρωμαосадочные горные - ы (геол.) ιζηματογενή - τα2. зоол. το είδος, η ράτσα (ξεν),το γένος 3. бот. η ποικιλίαдревесная - τηςξυλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порода
-
4 проблема
το πρόβλημα- κύριο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проблема
-
5 соль
I.(хим., кристаллическое белое вещество) το άλα/ςτο αλάτι- του Έπσομ (Epsom), η θειική μαγνησίαБертол(л)етова - см хлорат калия глауберова - (мирабилит) - Γκλάουμπερ (Glauber), το θειικό νάτριοповаренная - μαγειρικό -, το χλωριούχο νάτριοсег-нетова - του Σενιέτ, το τρυγικό καλιονάτριοсредняя - ουδέτερο -, κανονικό -II.муз. το σόλ, η νότα σόλ (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соль
-
6 часть
1. (доля целого) το μέρ/ος, το τμήμαразбирать на - и (ξε)χωρίζω σε κομμάτια/τεμάχιαвступительная - литер. η εισαγωγή, ο πρόλογοςпроточная - гидротурбины το τμήμα ροής του υδραυλικού στροβίλου/της τουρμπίνας2. (составной элемент какого-л. механизма, организма и т.п.) το μέρος· ходовая - автомобиля κινητήριο - του αυτοκινήτου 3. (отдел учреждения, отдельная отрасль управления) το τμήμα, ο τομέας 4. (область деятельности, специальность) о τομέας 5. -й речи грам. τα μέρη του λόγουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > часть
-
7 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
8 задача
зада́ч||аж в разн. знач. τό πρόβλημα/ ὁ σκοπός (цель):\задача на деление πρόβλημα διαίρεσης· очередные \задачаи τά τρέχοντα προβλήματα· основная\задача τό βασικό καθήκον решать \задачау прям, перен λύνω τό πρόβλημα· поставить себе \задачау βάζω σκοπό μου. -
9 καθήκον
(-οντος) τό1) задача;βασικό καθήκον — основная задача;
2) долг, обязанность;πλ. обязанности (служебные);συναίσθηση τού καθήκοντος — чувство долга;
άνθρωπος τού καθήκοντος — человек долга;
αναλαμβάνω καθήκοντα — брать на себя обязанности; — приступать к исполнению обязанностей; — вступать в должность;
απαλλάσσομαι των καθηκόντων μου — освобождаться от занимаемой должности;
υπερβαίνω τα καθήκοντα μου превышать свою власть;θεωρώ καθήκον μου — считать своим долгом, своей обязанностью;
επιβάλλω ως καθήκον — вменять что-л, в обязанность
-
10 задача
-и θ.1. καθήκο, έργο, δουλειά•выполнять -ну εκπληρώνω το καθήκο•
наши -и τα καθήκοντα μας•
основная задача το βασικό καθήκο.
|| σκοπός αντικειμενικός•поставить себе -у βάζω για σκοπό μου.
|| ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα•очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα.
2. μαθ. πρόβλημα•алгебраическая -αλγεβρικό πρόβλημα.
3. (απλ.)επιτυχία• ευτυχία.